- ὀστρακοφορία
- ὀστρακοφορίᾱ , ὀστρακοφορίαvoting withfem nom/voc/acc dualὀστρακοφορίᾱ , ὀστρακοφορίαvoting withfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οστρακοφορία — ὀστρακοφορία, ἡ (Α) [οστρακοφορώ] η ψηφοφορία με όστρακα … Dictionary of Greek
ὀστρακοφορίας — ὀστρακοφορίᾱς , ὀστρακοφορία voting with fem acc pl ὀστρακοφορίᾱς , ὀστρακοφορία voting with fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακοφορίαν — ὀστρακοφορίᾱν , ὀστρακοφορία voting with fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Остракизм — (όστρακισμός, όστρακοφορία) был введен в Афинах Клисфеном (см.) как мера против сторонников низвергнутой тирании, которых в городе оставалось еще много, а главным образом против Пизистратида Гиппарха, сына Харма, который в 496 г. был выбран в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона